Ο ΚΑΥΣΤΗΡΑΣ είχε πια συμπληρώσει δώδεκα χρόνια παγωνιάς και σιωπής. Μόλις ξεκίνησε η κρίση, κατέβασαν του λεβιέδες και άφησαν το λέβητα του, να στεγνώνει σα Βεδουίνος στην έρημο. Σχεδόν είχε ξεχαστεί απ’ όλους και τα παιδιά δεν ήξεραν καν τι σημαίνει και αν κάποτε υπήρχε. Ο γέρο-Κονάχος, χαμένος μέσα στην ομίχλη του αλτσχάιμερ και το μόνιμο χειμώνα των γηρατειών, ρώτησε κάποτε, «θα δουλέψει ποτέ ξανά ο…αναπτήρας;» Κάτι αναπολούσε ο γέρος απ’ τη ζεστασιά, μα δε θυμόταν καν το όνομα του. Πικράθηκε τότε απ’ αυτή την ονοματολογική συρρίκνωση, μα πιο πολύ τον στενοχώρησε η παγωνιά του γέρου. Θυμόταν τα γουργουρητά της θαλπωρής που έβγαζαν οι άνθρωποι όταν άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους, τις μέρες που ξύριζε ο βοριάς κι εκείνος φούντωνε, ρουφώντας λαίμαργα απ’ το λέβητα για να παρηγορήσει το κρύο τους. Περισσότερο του έλειπαν οι καλές κουβέντες της κυρίας Ευθαλίας. Έμενε στο πιο μικρό και σκοτεινό διαμέρισμα της παλιάς πολυκατοικίας. Μια εσωτερική ισόγεια γκαρσονιέρα, που το φως του ήλιο