Ο ΚΑΥΣΤΗΡΑΣ
Ο ΚΑΥΣΤΗΡΑΣ είχε πια συμπληρώσει δώδεκα χρόνια παγωνιάς και σιωπής.
Μόλις ξεκίνησε η κρίση, κατέβασαν του λεβιέδες και άφησαν το λέβητα του, να στεγνώνει σα Βεδουίνος στην έρημο.
Σχεδόν είχε ξεχαστεί απ’ όλους και τα παιδιά δεν ήξεραν καν τι σημαίνει και αν κάποτε υπήρχε.
Ο γέρο-Κονάχος, χαμένος μέσα στην ομίχλη του αλτσχάιμερ και το μόνιμο χειμώνα των γηρατειών, ρώτησε κάποτε, «θα δουλέψει ποτέ ξανά ο…αναπτήρας;»
Κάτι αναπολούσε ο γέρος απ’ τη ζεστασιά, μα δε θυμόταν καν το όνομα του.
Πικράθηκε τότε απ’ αυτή την ονοματολογική συρρίκνωση, μα πιο πολύ τον στενοχώρησε η παγωνιά του γέρου.
Θυμόταν τα γουργουρητά της θαλπωρής που έβγαζαν οι άνθρωποι όταν άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους, τις μέρες που ξύριζε ο βοριάς κι εκείνος φούντωνε, ρουφώντας λαίμαργα απ’ το λέβητα για να παρηγορήσει το κρύο τους.
Περισσότερο του έλειπαν οι καλές κουβέντες της κυρίας Ευθαλίας. Έμενε στο πιο μικρό και σκοτεινό διαμέρισμα της παλιάς πολυκατοικίας. Μια εσωτερική ισόγεια γκαρσονιέρα, που το φως του ήλιου έφτανε το καταμεσήμερο, χλωμό σα σούρουπο, και τα τινάγματα των από πάνω γέμιζαν το κατώφλι της, με τριχόμπαλες, λογιών σκουπίδια και πλυμμένα βρακιά που τα σάρωνε ο αέρας απ’ τα σχοινιά των μπαλκονιών.
Σκούπιζε καρτερικά το σκουπιδομάνι και τα βρακιά τα απίθωνε στο πλατύσκαλο, που έβαζε κι ο ταχυδρόμος τα γράμματα.
Τι γράμματα δηλαδή, μόνο λογαριασμούς πια που προκαλούσαν συμφόρεση, έφερνε ο ποστέρης. Οι άνθρωποι, εδώ και καιρό δεν αλληλογραφούσαν. Τα γράμματα είχαν μείνει άνεργα, όπως κι ο καυστήρας. Οι άνθρωποι, στη θέα του λογαριασμού γούρλωναν τα μάτια με τόσο τρόμο, που τους λυπόντουσαν ακόμη και τα βρακιά. Όχι τόσο τα μικρά δαντελωτά, όσο τα ξεχειλωμένα, με τα σπασμένα λάστιχα
Το μικρό διαμέρισμα της κυρίας Ευθαλίας συνόρευε με τη δική του επικράτεια, το θάλαμο του καυστήρα. Όσο κι αν το μουγκρητό του στο ξεκίνημα, το μονότονο μουγκανητό του τις ώρες της δουλειάς και η μπόχα του πετρελαίου, στην εσωτερική αυλή που ζούσε ο λέβητας έκαναν το μικρό σπίτι της γυναίκας να μοιάζει με το μηχανοστάσιο καραβιού, η κυρία Ευθαλία, όχι μόνο δεν παραπονιόταν, μα συχνά- πυκνά την άκουγε να λέει, πως το γειτόνεμά τους ήταν το καλύτερο που της έτυχε απ’ τον καιρό που έφυγε, διωγμένη, απ’ την Πόλη.
Η Κωσταντινουπολίτισσα έφτιαχνε συχνά ρυζόγαλο με μπόλικη κανέλλα, στις σάλτσες έβαζε γαρύφαλλο και δάφνη και με το μοσχοκάρυδο καρύκευε την κρέμα του πολίτικου μουσακά. Τα αρώματα των μπαχαρικών μαλάκωναν τη μπόχα του πετρέλαιου και όταν τα μουγκανητά του ξεκούφαιναν και τον ίδιο, τις μέρες που το κρύο δάγκωνε, η κυρία Ευθαλία του έλεγε χαϊδιάρικα, «Δούλευε, καλό μου, και μη σκας. Ο Χρόνης ροχάλιζε χειρότερα».
Δώδεκα χρόνια τώρα στην ανεργία, ο καυστήρας ένοιωθε τις μεταλλικές αρθρώσεις του σκουριασμένες και τα μέλη του παγωμένα. Του έλειπε το τρυφερό άγγιγμα της Ευθαλίας στον όμορο τοίχο, που πύρωνε στον καιρό της δόξας του και οι ζεστές νύχτες των Χριστουγέννων που, αυτός και το φτηνό κρασί, έκαναν τους ανθρώπους της λαϊκής πολυκατοικίας να απλώνονται στα κρεβάτια τους, χωρίς να ζαρώνουν σαν απαρηγόρητα έμβρυα.
Ας έπιανε μόνο πάλι δουλειά κι ας τον έλεγαν όλοι αναπτήρα.
Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου