Ένας σύντομος διάλογος για τον πατέρα...

 


  • Ρε φίλε, αυτός ο τύπος είναι άπαιχτος.

  • Δηλαδή;

  • Τι δηλαδή, ρε μεγάλε; Είπε τέλος και σε δυο μέρες τερμάτισε. Κόντρα στην επιστήμη και ακόμα στον ίδιο το χάρο. Το δρεπάνι δεν πρόλαβε να το κατεβάσει, τον κορόιδεψε. Είπε τέρμα και άντε γεια μαζί. The End. Τέλος εποχής. Μας άφησε σύξυλους. Είμαι σίγουρος ότι ο χάρος τον κούνησε πολλές φορές μέχρι να καταλάβει ότι είναι πεθαμένος. Είναι σα να ‘μαι μπροστά. Είμαι σίγουρος ότι του είπε: «Παλιοκουφάλα, δε θα με πάρεις όποτε γουστάρεις εσύ, για αυτό πάρ’ τα ‘ρχίδια μου και πορέψου». Και πέθανε!

  • Δηλαδή;

  • Ωωωω! Μου τα ‘χεις κάνει τούμπανο. Άκου, λοιπόν. Ο τύπος προερχότανε απ’ τα ‘ρχίδια ενός που ο μύθος λέει ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη. Για κάποιον «αδιευκρίνιστο» λόγο βρέθηκε στη Δυτική Μακεδονία, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την αγαπημένη του. Για την εποχή του ήταν πολύ μορφωμένος. Μιλούσε τέσσερις γλώσσες ,κατά πως λέει ο μύθος. Αραβικά, Τούρκικα, Ρώσικα και Ελληνικά. Η αγαπημένη του ήταν Θρακιώτισσα. Ο έρωτάς τους έφερε στον κόσμο το 31 αυτόν τον τύπο για τον οποίο σου κάνω κουβέντα. Στα 10 του οι γερμανοί έκαψαν το σπίτι του, ενώ ο πατέρας του ήταν στο βουνό αντάρτης, πρωτοστατώντας στην οργάνωση της αντίστασης στην ευρύτερη περιοχή. Ως το μεγαλύτερο παιδί ανάλαβε την οικογένεια. Στα 12 του πέθανε ο πατέρας του σε μια επίσκεψη που έκανε στο χωριό. Ο μύθος λέει ότι πέθανε από προμελετημένη δηλητηρίαση, δηλαδή δολοφονήθηκε. Μετά το θάνατο του πατέρα του και την απελευθέρωση, έφυγε κυνηγημένος ως κομμουνιστής στη Θεσσαλονίκη. Εκεί βρήκε δουλειά σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και, αφού πήγε φαντάρος, κατέληξε και πάλι κυνηγημένος στην Αθήνα. Τα χέρια του έπιαναν και έτσι έγινε πολύ καλός τεχνίτης. Έφτιαχνε τα πάντα. Αρκεί να παρατηρούσε λίγο κάτι κι αμέσως μπορούσε να στο διαλύσει και να στο ξαναμοντάρει. Κατάφερε να πάρει το δίπλωμα του εργοδηγού και να μπει στον ΟΛΠ. Οδηγούσε ο,τιδήποτε είχε ρόδες. Το πρώτο του σπίτι στην Αθήνα ήταν στο Θησείο, μετά στα Πετράλωνα, όπου γνώρισε τη γυναίκα του την οποία παντρεύτηκε με προξενιό, μετά στις Τρεις γέφυρες και τέλος στους Αγίους. Το 66 με γέννησε και το 67 απολύθηκε από τη χούντα. Στο διάστημα της εφταετίας άλλαζε τις δουλειές σαν τα πουκάμισα. Στην αρχή έπιανε δουλειά και μετά από λίγο έφταναν τα μαντάτα από την ασφάλεια. Θυμάμαι, όταν απολύθηκε από τη ΒΙΟΧΑΛΚΟ. Εγώ έπαιζα στην αυλή με κάτι βώλους, όταν μπήκε στο σπίτι χαμογελαστός αλλά πολύ πιο νωρίς από το κανονικό. Η μητέρα μου ήταν στο νεροχύτη της κουζίνας κι έπλενε. Αμέσως κατάλαβε: «απολύθηκες»; τον ρώτησε. «Ναι», Απάντησε. Γύρισε και πάλι μπροστά στο νεροχύτη που έπλενε και έκλαψε με λυγμούς. Ήταν τόσο πολλά τα δάκρυά της που δεν ήξερες, αν τα νερά στο μάρμαρο ήταν απ’ τα μάτια της ή την ανοιχτή βρύση. Τα πόδια της λύγισαν. Γονάτισε. Είναι μια εικόνα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Αυτός ήταν άξεστος μονοκόμματος και σκληρός. Είχε όμως αρχές. Την ιδεολογία του ποτέ δεν την απαρνήθηκε. Ήταν αλέγρος και καθαρός. Ό,τι έλεγε, αυτό ήταν. Δεν υπήρχαν πισωγυρίσματα ή κάτι άλλο. Μόνο αυτό. Μαζί μου δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Ήταν σχεδόν απών. Πίστευε ότι έτσι θα έπρεπε να ήταν ο ρόλος του απέναντί μου. Έτσι δομήθηκε η προσωπικότητά του μέσα απ’ τον πόλεμο, την κατοχή και το κυνηγητό που υπέστη. Ήταν το σ’ αγαπώ πες το με πέτρες. Όταν πέθανε η μάνα έκλαψε με λυγμούς. Έκλαψε γοερά. Πρώτη φορά τον έβλεπα να κλαίει στα 45 μου. Υπέστη ένα σοκ και σίγουρα δεν ήταν πολιτισμικό. Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να κλάψει και μάλιστα με αναφιλητά. Θυμάμαι τότε μου είχε πει: «Σε μερικές μέρες θα είμαι εντάξει». Εξαφάνισε ο,τιδήποτε θύμιζε τη μητέρα χωρίς να πετάξει κάτι και πράγματι, μετά από μερικές μέρες δεν ξαναμίλησε ποτέ για αυτήν. Ούτε ξανάφαγε ποτέ στο τραπέζι που έτρωγαν μαζί. Στο σπίτι πήγαινε μόνο για ύπνο. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε κρεβατωμένος. Ήταν ανήσυχος. Τις περισσότερες νύχτες έμενε άυπνος και συνεχώς φώναζε να τον σηκώσουμε για να περπατήσει. Ήταν αγωνιστής μέχρι το τέλος. Ο θάνατος δεν τον απασχόλησε ποτέ. Τον σηκώναμε να σταθεί στα πόδια, για να περπατήσει, αλλά αυτά έστεκαν ακούνητα και παγωμένα σα να είχαν αδειάσει από ζωή. Κάθε μέρα τα ίδια επί 50 μέρες. Την Τρίτη 17 του Απρίλη είπε τέλος, σταμάτησε να τρώει και δεν ξαναζήτησε να σηκωθεί, για να περπατήσει. Την Τετάρτη 18 του Απρίλη περίπου στις 14:00 χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γυναίκα που τον κούραρε. Μου λέει: «Είναι ζήτημα ωρών. Ο πατέρας σου πεθαίνει». Αμέσως παίρνω τηλέφωνο το πρακτορείο, κλείνω εισιτήρια, μαζεύω την οικογένεια, πηγαίνουμε στο σπίτι και περιμένουμε να περάσει η ώρα,, για να έρθει το καράβι. Στο διάστημα αυτό λέω: «Δεν παίρνω το γιατρό ένα τηλέφωνο να πάει να τον δει»; Μετά από μιάμιση ώρα παίρνει ο γιατρός: «Μην ανησυχείτε. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήρθε ακόμα η ώρα του. Αύριο Θα του κάνω και κάποιες αιματολογικές εξετάσεις και θα σας πω πιο σίγουρα». Πέμπτη 19 του Απρίλη επικοινωνούμε εκ νέου με το γιατρό ο οποίος μας λέει: Οι εξετάσεις του τηρουμένων των αναλογιών είναι πολύ καλές». «Δηλαδή, γιατρέ μου, πόσο περιθώριο έχει»; «Από κάποιες μέρες μέχρι ακόμα και κάποιους μήνες». Ύστερα απ’ αυτόν το διάλογο αποφασίσαμε να φύγω μετά τη Δευτέρα 23 του Απρίλη, αφού τακτοποιήσω κάποιες επαγγελματικές εκκρεμότητες και πάντα ύστερα από συνεννόηση με το γιατρό. Την Παρασκευή 20 του Απρίλη στις 16:00 χτυπά το τηλέφωνο μόλις είχα κάτσει για ούζα. Ήμουν χαρούμενος από την αναβολή και είχα προγραμματίσει ό,τι μπορούσα, για να είμαι παρόν λίγο πριν το τέλος. Είχα σκεφτεί να πάρω μια πολυθρόνα κρεβάτι και να την πέσω δίπλα του. Το μυαλό του άστραφτε μέχρι το τέλος. Ήθελα έστω για μια τελευταία φορά να τον εκμεταλλευτώ. Δε θα πήγαινα για αυτόν αλλά για μένα. Έτσι τουλάχιστον λέει ο μύθος. Δε βαριέσαι, όπως έλεγε και ο «Θρασύβουλας»: «Τι είναι ο άνθρωπος; Ατμός». Το σηκώνει η γυναίκα μου. Από την άλλη μεριά του κοπανιστού αέρα ακούστηκε η γυναίκα που τον κούραρε: «Ο παππούς σας πέθανε πριν μισή ώρα». Ο διακόπτης γύρισε, η χαρά έφυγε. Δε στεναχωρήθηκα που έφυγε, στεναχωρήθηκα που δεν ήμουν εκεί. Άλλη μια άγκυρα που θα σέρνω μέχρι να πεθάνω. Δε βαριέσαι, κι εμείς περαστικοί είμαστε και όλα εδώ θα μείνουν. Και στο κάτω κάτω της γραφής τι νομίζεις ότι είναι ο θάνατος; Ένας βαθύς ύπνος χωρίς όνειρα που σ’ αφήνει κόκαλο, για να μη πιάνεσαι από την κατάκλιση.

Αφιερωμένο σε όλους τους πατεράδες που "ζουν" και έχουν την τύχη να διδάσκονται από τα παιδιά τους

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Από τη Μεγάλη Παραίτηση στη γενικευμένη δυσφορία

Αρχεία δεδομένων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΠΑΡΑΛΙΕΣ

Η συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου για τις δημοτικές εκλογές του 2019

Για να μην πούμε το νερό - νεράκι

ΜΙΧΑΪΛΟΒΙΤΣ: ”ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ”

Σύσταση Επιτροπής Περιβάλλοντος Δήμου Πάρου