Να κοιταχθούμε στον καθρέφτη
Όταν ήμουν στην Στ τάξη του 6ταξίου Γυμνασίου Ιστιαίας στην Εύβοια (1963) μας έβαλαν να γράψουμε μια έκθεση ως πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό για τα προτερήματα και τα ελαττώματα του Έλληνα. Τι να γράψω ο καημένος, τι εμπειρίες και τι παραστάσεις είχα προερχόμενος από το 6τάξιο Γυμνάσιο της Πάρου, με λιγότερους από 100 μαθητές, όλους κι όλους, τότε; Μας έδωσαν το θέμα απ’ τα ραδιόφωνα και τι να γράψουμε οι δυστυχείς; Τώρα κοντά στα 80 μου και διαθέτοντας στο ενεργητικό μου μερικά μεταπτυχιακά (την στέρηση των ετών 1945-1975), τον «Αρχίλοχο», την «Παριανή Γνώμη», την επτάχρονη δικτατορία, τη μεταπολίτευση, την κρίση που πάει τόσο καλά τόσα χρόνια και οδηγεί απ’ το κακό στο χειρότερο και την επαφή με τους νέους επί 40 χρόνια στα σχολεία) νομίζω ότι ξέρω περισσότερα. Να μην μείνω στα προτερήματα. Ανοιχτόκαρδοι κι ευαίσθητοι είμαστε οι Έλληνες και θεωρώ τις Ελληνίδες τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Με τόση επαφή με τη φύση μας διακρίνει η καλλιτεχνική διάθεση, αλλά και η τάση φιλοσοφίας και το μυαλό μας είναι σχετικά ανοιχτό. Η τάση να μην πειθαρχούμε γίνεται από προτέρημα ελάττωμα κι εδώ βρίσκονται πολλές αιτίες της σημερινής κατάστασης. Για να συνεννοούμαστε, δεν νομίζω ότι θα φτάναμε ποτέ να ορκιζόμαστε σε κάποιον δικό μας Χίτλερ και όχι στην πατρίδα, όση και πλύση εγκεφάλου να μας έκαναν. Τόσα χρόνια όμως δεν τα καταφέραμε να φτιάξουμε μια γέφυρα καλή με τα λόγια και τα έργα μας, τόσα χρόνια και δεν καταφέραμε να τα έχουμε καλά με το χρόνο, αυτό που λέγεται συνέπεια μας ξεγλιστρά διαρκώς. Τις διχόνοιές τους τις έχουν όλοι, είναι γενικό φαινόμενο, αλλά εδώ νομίζω το παρακάνουμε, απόδειξη η τελευταία κρίση που δεν έφερε τις αναγκαίες συνεννοήσεις για το ξεπέρασμά της και την πληρώνουμε όλοι, η νεολαία περισσότερο. Τα τελευταία χρόνια συνεργάστηκαν κάποια κόμματα μεταξύ τους και αυτό εξορκίζεται ως μέγα λάθος γιατί τα κόμματα έχουν το μονοπώλιο της αλήθειας, το καθένα το δικό του, και η συνεργασία μεταξύ τους θεωρείται αμαρτία. Τα κόμματα είναι θρησκεία, πρώτον, λενιστικά, δεύτερον, μοχλοί διχασμού, τρίτον. Αυτά όμως όλα επιδέχονται αξιολογήσεις και μετρήσεις από την Κοινωνιολογία και άλλους παρεμφερείς επιστημονικούς κλάδους και θα συνεχίσω, γιατί είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να κοιταχθούμε στον καθρέφτη και να βρούμε τρόπους να φτιάξουμε λιγάκι τον εαυτό μας και όχι να μην ακούμε κανένα, επειδή νομίζουμε ότι εμείς μόνοι μας την έχουμε βρει την άκρη και τα ξέρουμε όλα. Θα έλεγα ότι μέρος της δουλειάς αυτής έπρεπε να την αναλάβει το σχολείο, ώστε να διαμορφώνει πιο ωραίους ανθρώπους, αλλά το σχολείο μένει ακόμα εργαστήρι παπαγαλίας και δεν νομίζω στο θέμα αυτό ν’ ανοίγει επαρκώς τα μάτια των παιδιών.
Σε άρθρο του στο «Βήμα» (16-11-2003) ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (δάσκαλος και του γιου μου) με τίτλο «Η λογική του ανορθολογισμού» ασχολήθηκε με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). Αντιγράφω πιστά ένα μικρό μέρος του άρθρου. Σήμερα μετά 14 χρόνια τα πράγματα μάλλον έχουν χειροτερέψει για μας και ο καθρέφτης έχει περισσότερο σκοτεινιάσει.
«Την ιστορία της λογικής του ανορθολογισμού αποτυπώνει η πρόσφατη έρευνα του ΕΚΚΕ. Οι Έλληνες δεν είναι μόνο οι πιο μισαλλόδοξοι, οι πιο συντηρητικοί, οι πιο έμφοβοι, οι πιο απολιτικοποιημένοι και οι πιο θρησκόληπτοι Ευρωπαίοι. Επιπλέον φαίνεται ότι η πολιτιστική μας «απόκλιση» από τις κοινές αξίες και τις κυρίαρχες συμπεριφορές στην Ευρώπη των 15 εντείνεται συνεχώς. Και αυτό συμβαίνει παρά την αναμφίβολη ευθυγράμμιση προς τα υπερεθνικά πλέον τεχνολογικά και επικοινωνιακά πρότυπα, παρά την αύξουσα σύγκλιση των καταναλωτικών μορφών και βλέψεων, παρά την ένταξη στην ευρωζώνη, παρά την ραγδαία πρόοδο στο χώρο της εκπαίδευσης και παρά τις πολυπολιτισμικές νομοτέλειες του αιώνα που διατρέχουμε. Ο ιδιάζων ελληνικός «εκσυγχρονισμός» μπορεί λοιπόν να περιορίζεται στην επίδειξη οικονομικών δεικτών και στη μεθόδευση θεσμικών προσαρμογών. Κατά τα άλλα φαίνεται, όχι μόνον να επιστρέφουμε πλησίστιοι στις νοοτροπίες και στις αξίες του απώτερου παρελθόντος, αλλά συχνά να επαιρόμαστε για την αξιοθαύμαστη εθνική πολιτιστική μας αντοχή. Ο ορθολογικός απογαλακτισμός δεν αρμόζει στους αυτόκλητους νομείς του λίκνου του πολιτισμού. Και όλα συμβαίνουν ως εάν η συλλογική μας αυτογνωσία δικαιούται να εμπνέεσαι ατιμωρητί από τις αλήστου μνήμης κλειστές παραδοσιακές κοινότητες της αθλιότητας, της πείνας και της άγνοιας».
Ο τίτλος μάλλον δεν είναι επιτυχής γιατί, αν κοιταχθούμε στον καθρέφτη, δεν σημαίνει ότι θα δούμε τα όσα δεν μας αρέσουν για να επιχειρήσουμε να τ’ αλλάξουμε. Βολευόμαστε συχνά και στην ασχήμια και πεισμώνουμε μένοντας εκεί που είμαστε. Είχα μια φίλη που νωρίς σχετικά κατέληξε σ’ αυτό: «Έτσι είμαι και σε όσους αρέσω!». Μπορεί λοιπόν να τα βρίσκουμε με τους φόβους, με τις θρησκοληψίες, με τη μισαλλοδοξία και τον συντηρητισμό. Γιατί ν’ αλλάξουμε; Το ζήτημα είναι πού ακριβώς θέλουμε να πάμε και αν με αυτά όλα τα «εφόδια» ή τα βάρη (τα βαρίδια, το έρμα, τη σαβούρα) μπορούμε να κάνουμε καλό ταξίδι. Γιατί ζητούμε διαρκώς μέλλον, αλλά με συνταγές παρελθόντος. Θέλουμε να πάμε μπροστά και πολλά αφήνουμε να μας τραβούν προς τα πίσω.
Σ' όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα φαινόμενα της απιστίας και αισχροκέρδειας (Τσοχατζόπουλος, Παπαϊωάννου, Μαντέλης, Τσουκάτος και τα πιο σύγχρονα), τον φίλο μας τον Σώρα, το νερό του Καματερού, την εμπορευματοποίηση της θρησκείας (θαύματα και αγίες του Αιγάλεω και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός). Να προσθέσουμε τον απόλυτο σεξισμό που μάς βαραίνει ακόμα (ας ρίξουμε μια ματιά στις ειδήσεις του διαδικτύου, όπου γίνεται καθημερινή είδηση ποια μούσα προκομένη δεν φορά εσώρουχο (!), την αδυναμία να αναγνωρίσουμε ένα θετικό έστω στον άλλο ( ο άλλος είναι ο διάβολος κι εμείς οι άγγελοι), τις υπερβολές όπου πολλοί χύνουν λάδι στη φωτιά, όπως λ.χ. στο Μακεδονικό, όπου πολλοί άμυαλοι μίλησαν για απώλεια της Μακεδονίας. Να μην ξεχάσουμε τους μπαχαλάκηδες, όπου κατάντησαν επαναστατική γυμναστική οι καταστροφές. Θυμίζω ότι τους κάνουμε όλους στρατηγούς και δεν θα τα καταφέρουμε σε κάποιαν σύρραξη ελλείψει στρατιωτών, όπως δεν τα καταφέρνουμε στα δικαστήρια, οι δυστυχείς, αφού έχουμε περισσότερους δικαστές από όσους χρειαζόμαστε, αλλά τους κάνουμε αεροπαγίτες. Δεν ξέρω τι έκανε ο φουκαράς ο Μάο και έστειλε τους πάντες στα χωράφια, δεν ξέρω αν πέτυχε το σχέδιο, εκείνος πάντως δεν πήγε να φυτέψει ρύζι. Από οργάνωση σκίζουμε και εδώ ανήκει το καταστροφικό γεγονός στο Μάτι, μάλλον είχαμε πολλούς αρχηγούς και λίγους πυροσβέστες. Από διοίκηση μάς κλαίνε και οι ρέγγες, δεν τα καταφέρνουμε να μοιράσουμε δυο γαϊδουριών άχυρα και ο γυμνασιάρχης μου στο 6τάξιο Γυμνάσιο της Μυκόνου το 1975 είχε 6 καθηγητές και δεν κατάφερε να μάς βάλει σε τάξη, αλλά διαλύθηκε εξαιτίας του για ένα χρόνο το σχολείο. Σε ποιους δίνουμε τα κλειδιά της διεύθυνσης, στους δικούς μας, στους κόλακές μας, στους τυχοδιώκτες φιλόδοξους, στους έχοντες που εξαγοράζουν.
Ωραία πράγματα!
Χρίστος Γεωργούσης