ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΟΣΚΥΛΑ, του Γιάννη Γεωργούση


 

ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΟΣΚΥΛΑ (20-5-2021)

Ήταν μια μεγάλη περιοχή με λιβάδια, πεδιάδες, ευωδιαστά φρουτόδεντρα, άγρια βότανα που μοσχομύριζαν. Η περιοχή αυτή ανήκε σε ορισμένους κτηματάρχες. Κτηματοφύλακες τους έλεγαν στην πιάτσα. Μέσα σε πολλές δεκαετίες, αυτή η θεάρεστη περιοχή ανήκε σε δύο ως τέσσερις ανθρώπους. Ο ανώτερος αριθμός κατόχων γης είχε φτάσει κάποτε στους εννιά. Σε κάθε κτηματοφύλακα ανήκε ένα μερίδιο γης, μια «επικράτεια», όπως έλεγαν πάλι στην πιάτσα. Οι κτηματοφύλακες ήταν οι αφέντες του τόπου, όπως οι παλιοί τσιφλικάδες. Υπήκοοί τους ήταν σκυλιά. Κάθε λογής σκυλιά και ράτσες: κυνηγόσκυλα, μπουλντόγκ, μπόξερ, σέτερ, πεκινουά, τσιχουάουα, ροτβάιλερ, κανίς, γκριφόν, λυκόσκυλα κ.λπ.

Οι κτηματοφύλακες ενδιαφέρονταν ο καθένας να διαφεντέψει όλο αυτόν τον υπέροχο τόπο για τον εαυτό του. Και να κυριαρχήσει πάνω στα σκυλιά. Κάθε αύξηση του μεριδίου επικράτειας ήταν ο στόχος. Και η κατοχή όλης της επικράτειας ο ευκταίος προορισμός

Ο κάθε κτηματοφύλακας, ανάλογα με την ισχύ του είχε δυνατές ράτσες σκυλιών και περισσότερα σκυλιά. Τα εκπαίδευε έτσι ώστε να είναι πειστικά, και, πριν αρχίσουν οι σκυλομαχίες, να γίνεται ένας αγώνας πειθούς και προσεταιρισμού των αντιπάλων σκυλιών.

Η διαδικασία ήταν η εξής: ένα σκυλί είχε ορθώσει ένα λόγο (ή μάλλον είχε πάρει αυτό το λόγο από τον κτηματοφύλακα, ο οποίος και γνώριζε τη σκυλίσια λαλιά) και τον μεταβίβαζε σε σκυλιά άλλων επικρατειών για να τα πάρει με το μέρος του. Συνήθως αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Τα σκυλιά μιας επικράτειας και υπήκοοι ενός κτηματοφύλακα, όταν είχαν απέναντί τους άλλα σκυλιά, που ανήκαν σε άλλη επικράτεια και άλλο κτηματοφύλακα, ήταν σαν να έχουν βουλώσει τα αυτιά τους με ωτοασπίδες ή σαν να μην καταλάβαιναν τη σκυλίσια γλώσσα.

Ο εκπαιδευτής, ο κτηματοφύλακας πρόσεχε πολύ τη δομή του λόγου. Έστελνε στρατιές σκύλων να πουν κάθε φορά κάτι συγκεκριμένο. Μια μέρα ο δυτικός κτηματοφύλακας έστειλε τα σκυλιά του να προσεταιριστούν άλλα σκυλιά στο νότο. Ο επικεφαλής των σκυλιών, ο σκύλος με την καλύτερη εμφάνιση, το πιο υψηλό κύρος και τη μεγαλύτερη ψυχραιμία και ευφράδεια γάβγισε: «Γαααβ, Γαβ, Γαβ, Γουφ, Γαφ!». Δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση από τους σκύλους του νότου. Ο κτηματοφύλακας όμως, είχε μάθει τα σκυλιά του κι άλλους τρόπους για να πείθουν. Άλλαζαν τη σειρά και τη διάταξη του λόγου, αλλά έλεγαν το ίδιο πράγμα! Σημασία δεν είχε η ορθότητα και το περιεχόμενο, αλλά η φόρμα, η μορφή και η διάταξη ήταν ένας ενδιάμεσος παράγοντας. Ο επικεφαλής των σκυλιών, ένας σκύλος του Αγίου Βερνάρδου, ξαναπροσπάθησε τότε, αλλάζοντας τη διάταξη των λέξεων: «Γαβ, Γαβ, Γαααβ, Γουφ, Γαφ!». Και πάλι καμιά ανταπόκριση. Δοκίμασε κι άλλους συνδυασμούς: Γαβ, Γουφ, Γααβ, Γαβ, Γαφ!» κοκ. Κανένα αποτέλεσμα. Τότε ο σκύλος που ήταν επικεφαλής από το νότιο τμήμα γάβγισε: «Γρρρρ, γουβ, Γουβ, Γιαφ»! Τα σκυλιά της Δύσης τον κοιτούσαν απαθή. Η μέθοδος των κτηματοφυλάκων ήταν κοινή: αναδιάταξη των λέξεων. Σημασία στη δομή και όχι στο νόημα. Τότε ο μολοσσός της Δύσης ξαναγάβγισε: «Γουβ, γουβ, Γιαφ, Γρρρρ»! Και πάλι καμία αντίδραση, ακόμα και όταν εξάντλησε όλους τους συνδυασμούς.

Οι σκύλοι αντίπαλων περιοχών δεν καταλαβαίνονταν. Δεν προσπαθούσαν να γίνουν καταληπτοί. Μπλόφαραν με ήχους τραχείς και επιβλητικούς, προσπαθώντας να ψαρέψουν κανένα αφελές καινούριο σκυλίσιο μέρος, μπας και ο αφέντης τους, ο κτηματοφύλακας αύξανε το μερίδιο της επικράτειάς του. Το μερίδιο της επικράτειας, λεγόταν, κι αυτό στην πιάτσα, «κόμμα».

Οι σκύλοι ήταν όργανα. Ήταν οχήματα και δούλοι. Αλλά είχαν και οφέλη. Για κάθε αποστολή μιας ομάδας σκύλων, ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα θα ήταν επιτυχές ή ανεπιτυχές, οι σκύλοι κέρδιζαν δυο κόκαλα παραπάνω και ο επικεφαλής τους το δικαίωμα να κυλιστεί στις λάσπες και μετά να τον πλύνουν και να τον ξύσουν με χτένα. Αν το εγχείρημα ήταν επιτυχές, οι νέοι σκύλοι μυούνταν στο γλωσσικό κώδικα της ομάδας, που λίγο, βέβαια, διέφερε από τον παλιό, το δικό τους. Αν το εγχείρημα ήταν επιτυχές, επιπλέον, οι σκύλοι της παλιάς ομάδας ζευγάρωναν με τις ομορφότερες και νεαρότερες σκύλες, αφήνονταν για πολύ καιρό χωρίς καθόλου αλυσίδες και το μερίδιο και η ποιότητα του φαγητού τους ήταν εξαίσια μαλακή τροφή. Όσο για τον επικεφαλής, ο κτηματοφύλακας του επέτρεπε να μπαίνει στο σπίτι του, το αγρόκτημα, όπως έλεγαν στην πιάτσα, και να πλαγιάζει πάνω στο χαλί, δίπλα στο τζάκι, απολαμβάνοντας τα χάδια του αφεντικού του.

Υπήρχαν όμως και σκυλιά, κομματόσκυλα στην πιάτσα, που πράγματι είχαν πειστεί για το δίκιο, τις ιδέες, τα σχέδια και το πρόγραμμα του αφέντη τους. Αυτά δεν λογάριαζαν ιδιοτέλειες και ανταμοιβές, αλλά ρίχνονταν στο σκυλίσιο πανηγύρι της ρητορικής με αυτοθυσία και με προσωπική πίστη. Κάποια από αυτά τα κομματόσκυλα πίστευαν ότι όταν γάβγιζαν «Γαβ!» ή «Γιαφ!» εννοούσαν «Γαβ!» και «Γιαφ!». Εύπιστα, καλοπροαίρετα, αλλά όχι ιδιαίτερα εύστροφα και χωρίς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πολλές φορές, αυτά τα κομματόσκυλα υπέκυπταν στις αμοιβές και τις κολακείες και διαφθείρονταν.

Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία κομματόσκυλων: τα σκυλιά αυτά ήταν πολύ επικίνδυνα. Ήταν η στρατιώτες του κόμματος. Απολάμβαναν και προνόμια και πίστευαν στην ανωτερότητα του δικού τους κώδικα, δηλαδή του κώδικα του αφεντικού τους, του κτηματοφύλακα. Ήταν έτοιμα να ριχτούν σε μάχες, να μπήξουν τους σουβλερούς τους κυνόδοντες σε άλλα σκυλιά. Ακόμα και ένας αντίπαλος κτηματοφύλακας κινδύνευε. Τα κομματόσκυλα αυτά ήταν ταυτοχρόνως υπολογιστικά και ανιδιοτελή. Δεν αστειεύονταν. Στην πιάτσα ονομάζονταν «πραιτοριανοί». Παρασυρμένα από την αλήθεια της ύλης και την αφαίρεση της πλάνης, ήταν ικανά για όλα…

Μερικά σκυλιά της περιοχής ήταν αδέσποτα, αδέσμευτα, στην πιάτσα «υποψιασμένα», και δεν υποστήριζαν όλο αυτό το φαγοπότι βίας και εξουσίας που λάμβανε χώρα στην περιοχή και βρόμιζε και λέρωνε τον τόπο. Για αυτά τα σκυλιά η έμφαση δινόταν στο περιεχόμενο και την πρόθεση και όχι τη μορφή. Τα «υποψιασμένα» μισούσαν πολύ το είδος τους, τα άλλα σκυλιά, τα κομματόσκυλα. Δεν τα είχαν με τους κτηματοφύλακες. Δεν είχε βρεθεί κάποιος, ήλπιζαν, που θα αρθρώσει ένα λόγο λογικό, καλοπροαίρετο, εύμορφο, με ικανό περιεχόμενο και κατανοητό. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι στα περίχωρα της περιοχής, που έμεναν σε πρόχειρα καταλύματα. Δεν είχαν όμως καμία διάθεση να εμπλακούν σε αυτή τη μάχη, δεν είχαν τη δύναμη των πολλών σκύλων οπαδών και τη δυνατότητα οργάνωσης. Η παραίτηση και η οργανωτική αδυναμία και ένας ανθρώπινος και όχι σκυλίσιος λόγος ήταν αιτίες που σε αυτή την μυρωδάτη, ευήλια, ευάερη περιοχή κυριαρχούσαν πάντα λίγοι κτηματοφύλακες με τις ομάδες των κομματόσκυλων τους.

 Υ.Γ. : Οιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική.

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Από τη Μεγάλη Παραίτηση στη γενικευμένη δυσφορία

Αρχεία δεδομένων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΠΑΡΑΛΙΕΣ

Η συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου για τις δημοτικές εκλογές του 2019

Για να μην πούμε το νερό - νεράκι

ΜΙΧΑΪΛΟΒΙΤΣ: ”ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ”

Σύσταση Επιτροπής Περιβάλλοντος Δήμου Πάρου