Γιατί άξιζε η Αννί Ερνό το Νόμπελ


Λίγες ώρες μετά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022 έχει ήδη ανοίξει η χρήσιμη και γόνιμη συζήτηση για το κατά πόσο άξιζε το βραβείο η φετινή τιμώμενη συγγραφέας. Το άξιζε. [Ένας διάλογος]

Ο δημοσιογράφος και διευθυντής του Books’ Journal, Ηλίας Κανέλλης, έγραψε ένα πρώτο σχόλιο με τον τίτλο «Το Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Αννί Ερνό: αποφεύγοντας την πραγματικότητα» (https://booksjournal.gr/gnomes/4020-to-nompel-logotexnias-stin-anni-erno-apofeygontas-tin-pragmatikotita). Για την επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας, σχολιάζει ότι πρόκειται για «[μ]ια λογοτεχνία που παράγεται στην ασφαλή μεριά της ζωής, εκεί όπου τα πραγματικά προβλήματα και τα πραγματικά θέματα δεν απασχολούν - και αντ' αυτών ένας τύπος δυτικού ψευτοριζοσπαστισμού ασχολείται με θέματα ταυτότητας, έμφυλων σχέσεων αλλά και ζητήματα της μορφής των αφηγήσεων.»

Αντί των σοβαρών θεμάτων που απασχολούν τον πλανήτη, ο Κανέλλης θεωρεί ότι «η επιτροπή του Νόμπελ λογοτεχνίας προκρίνει τις γλωσσικές ασκήσεις μιας συγγραφέως που διακρίνεται για – και παραθέτει το σκεπτικό της επιτροπής - την κλινική ακρίβεια με την οποία αποκαλύπτει τις ρίζες, την αποξένωση και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης και τη ζωή που χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες όσον αφορά το φύλο, τη γλώσσα και την τάξη». Στην διαπίστωση της Ακαδημίας ότι η πορεία της συγγραφέως προς τη συγγραφή ήταν «μακρά κι επίπονη», ο Ηλίας απαντά: «Τρία πουλάκια κάθονται».

Καταλαβαίνω απόλυτα την αγωνία του Ηλία Κανέλλη να δει να αναγνωρίζεται η ταραγμένη χρονιά που περάσαμε και να δικαιώνονται αυτοί που πρέπει να δικαιωθούν – διότι μού είναι κι εμένα απολύτως ξεκάθαρο ότι υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι στην ρωσική εισβολή της Ουκρανίας.

Καταλαβαίνω ότι θα είχε άλλη σημασία κι άλλη βαρύτητα να δινόταν το βραβείο φέτος σε κάποιον όπως ο ρωσόφωνος Ουκρανός Αντρέι Κούρκοφ. Ή στον πολύπαθο Σαλμάν Ρούσντι που από τότε που δημοσίευσε τους Σατανικούς Στίχους ζει υπό το καθεστώς τρόμου και απειλών, μέχρι που φέτος ένας εξτρεμιστής παραλίγο να τον σκοτώσει.

Όλα αυτά είναι αιτήματα που θέλουμε να δούμε να λαμβάνονται υπόψη και να δικαιώνονται από τη βράβευση της Σουηδικής Ακαδημίας. Μεταξύ των βραβείων Νόμπελ, το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι αυτό που μπορεί να εκκινήσει συζητήσεις και να εγείρει προβληματισμούς στο πιο ευρύ κοινό. Κι αυτό έχει μόνο ωφέλειες για το βιβλίο, τις εκδόσεις, τη λογοτεχνία, τον κοινό μας πολιτισμό.

Στο όνομα της επικαιρότητας, ωστόσο, θεωρώ ότι είναι κρίμα να «πληρώσει τη νύφη» η γραφή της Ερνό. Διαφωνώ με την διατύπωση του Κανέλλη: η Ερνό δεν κάνει «γλωσσικές ασκήσεις». Η Ερνό σε καμία απολύτως περίπτωση δεν πειραματίζεται με γλωσσικές πιρουέτες στο κενό, δεν επιδίδεται σε belle-lettriste καλλιέπεια, μάλλον το αντίθετο... Η φαινομενική απλότητα κι αντικειμενικότητα της γραφής της φαντάζει εύκολη ίσως, αλλά είναι κορυφή εργασίας και μόχθου. Η εκλέπτυνση του ύφους (του style), η κατάκτηση της απλούστερης πιθανής εκφραστικής οδού, δεν είναι μικρό πράγμα. Καταφεύγουμε στα βιβλία της Ερνό όπως ακριβώς σε αυτά του συμπατριώτη της (επίσης νομπελίστα) Πατρίκ Μοντιανό: για να αναπνεύσουμε μπροστά σε μία εξαιρετικά δουλεμένη και διαυγή πρόζα, για να ανακουφίσουμε το βλέμμα και το μυαλό μας από έναν πολύβουο κόσμο που αναβοσβήνει συνεχώς με αντιπερισπασμούς.

Είναι πιο ρωμαλέα και «τραβηχτική» η επικαιρότητα, το καταλαβαίνω, απ’ ό,τι η συζήτηση για ζητήματα λογοτεχνικού ύφους, ειδικά ίσως στον κόσμο της δημοσιογραφίας και των social media, όπου όλοι είναι εν δυνάμει χρονογράφοι και ρεπόρτερ. Η επικαιρότητα μάς συναρπάζει, μας κινητοποιεί, μας επιστρατεύει. Ειδικά τις φλογερές φύσεις ανάμεσά μας, τις καλεί να λάβουν θέση και να υπερασπιστούν την ελευθερία της έκφρασης και της σκέψης. Σύμφωνοι!

Αλίμονο όμως αν ξεχάσουμε το εξής:

Ότι ο συγγραφέας είναι ήδη επιφορτισμένος από μόνος του από μία προσωπική ευθύνη απέναντι στην τέχνη του και στον αγώνα της έκφρασης. Όπως λέει ο Σεφέρης στο δοκίμιο Η Τέχνη και η Εποχή (1945), «η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης». Η βράβευση ενός συγγραφέα αναγνωρίζει ακριβώς αυτή την κοπιαστική, μοναχική δουλειά μέσα σε ένα κλειστό γραφείο, η οποία λογοδοτεί μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, και φέρει ένα μεγάλο ηθικό πρόσημο.

Θα ήταν έτσι κι αλλιώς λάθος να πούμε ότι η Ερνό είναι αποκομμένη από την ιστορία ή ότι δεν έχει ζήσει στο πετσί της την κοινωνική αδικία. Είναι άτοπη η προσπάθεια να τη μειώσουμε λέγοντας ότι γράφει μόνο για «έμφυλα ζητήματα» που εσχάτως απέκτησαν δημοτικότητα. Η Ερνό γράφει τα τελευταία σαράντα χρόνια για τις επιπτώσεις του πολέμου στη γενιά τη δική της και των γονιών της και για το αποτύπωμα που αφήνει η ταξική και κοινωνική αδικία στα άτομα και τις γενιές που τα διαδέχονται. Γράφει επίσης με φοβερό θάρρος για τον έρωτα, την οικογένεια, τη μόρφωση, το επάγγελμα του δασκάλου και, ναι, την έκτρωση. Η λογοτεχνία είναι εξάλλου επίσης μαρτυρία – για να θυμηθούμε εδώ την βράβευση της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που πολλά χρόνια πριν τα γεγονότα του 2022 αναγνώριζε την παρρησία στο πρόσωπο της φοβερής αυτής λιθουανής συγγραφέα και δημοσιογράφου.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι, για την Ερνό, η πανεπιστημιακή υψηλού επιπέδου μόρφωση ήρθε με ένα τίμημα: την προίκισε με μια γλώσσα που οι ίδιοι οι γονείς της, εργάτες κι απόφοιτοι δημοτικού, δεν καταλάβαιναν. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί η περιώνυμη απλότητα της γλώσσας της δεν είναι μόνο υφολογικό, αλλά ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα. Η Ερνό έπρεπε να εργαστεί προκειμένου να κατακτήσει τη γλώσσα που ήταν ΣΥΝΑΜΑ λογοτεχνική αλλά και αυτή που θα διάβαζαν οι γονείς της στις επιστολές που τους έστελνε από μακριά (όπως γράφει στο βιβλίο Η Πλατεία). Ίσως λίγοι από εμάς καταλαβαίνουν πλέον αυτό το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στους «αμόρφωτους» γονείς και στα παιδιά που μορφώθηκαν χάρη στις θυσίες των γονιών τους – ευτυχώς αυτή η μορφωτική ανισότητα τείνει σταδιακά να εκλείψει.

Σε όσους αναγνώστες ζητούν από την Ερνό μεγαλύτερη πολιτικοποίηση απ’ όση υποψιάζονται ότι διαθέτει, τους θυμίζω, αν ακόμη χρειάζεται, ότι το έργο της εμπνέεται από την πρωτοπόρα γαλλική Κοινωνιολογία (Μπουρντιέ) όσο και από τον Προυστ - αλλά αλίμονο αν φτάσουμε στο σημείο, πάνω στο ζήλο μας, να αποκαθηλώσουμε και τον Προυστ γιατί δεν έγραφε για την επικαιρότητα της εποχής που λάμβανε χώρα έξω από το διάσημα μονωμένο με ταπετσαρίες δωμάτιό του.

Μαίρη Καιρίδη Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Sarah Lawrence της Νέας Υόρκης και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Από τη Μεγάλη Παραίτηση στη γενικευμένη δυσφορία

Αρχεία δεδομένων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΠΑΡΑΛΙΕΣ

Η συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου για τις δημοτικές εκλογές του 2019

Για να μην πούμε το νερό - νεράκι

ΜΙΧΑΪΛΟΒΙΤΣ: ”ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ”

Σύσταση Επιτροπής Περιβάλλοντος Δήμου Πάρου