Από ένα ξεχασμένο βιβλίο

Ήρθε κλαμένη και σωριάστηκε στον καναπέ που ήταν ακουμπισμένος απέναντί του, ξύλινος και επιβλητικός, με ψηλή πλάτη, γεμάτος σκαλίσματα από έναν άγνωστο καλλιτέχνη του ξύλου. Στο σαλόνι που τους φιλοξενούσε δέσποζε το ξύλο. Καναπές πολυθρόνα, σοφράς, βιβλιοθήκη, λοιπά τραπεζάκια, έπιπλο για την τηλεόραση, σταχτοδοχεία, βάζα, ακόμα και τα ακουμπιστήρια των ποτηριών. Όλα ξύλινα. Μόνο τα ποτήρια απ’ τα φώτα ήταν από φυσητό γυαλί, τα οποία κι αυτά ξεκουράζονταν πάνω σε ένα ξύλινο σκελετό, καθώς και τα πορτατίφ που ήταν γυάλινα με ώχραινα μεγάλα και πιο μικρά καπέλα ανάλογα με το μέγεθος των τραπεζιών που κάθονταν. Το ξύλινο πάτωμα ήταν στρωμένο με χοντρά φλοκάτα φτιαγμένα με κόπο και ιδρώτα από νιες καταπιεσμένες κοπέλες μιας άλλης εποχής και βαμμένα σε χρώμα καρυδί.

Η μέρα ήταν Πέμπτη 9 Νοεμβρίου του 1989, η ώρα απόγευμα σχεδόν βραδάκι, είχαν ανάψει τα χαμηλά φώτα των πορτατίφ, και του μικρού και του μεγάλου, δίνοντας χρώμα στα καπέλα τους. Τη διάθεσή του συνόδευε η μουντάδα του σκηνικού. Θαρρείς πως κι αυτός την ώρα που ήρθε και σωριάστηκε απέναντί του ήταν σχεδόν ξύλινος χαμένος σε σκόρπιες σκέψεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά. Έτσι, στα καλά καθούμενα, βουβά και με αναφιλητά. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά, γαλάζια ξεθωριασμένα μάτια σχεδόν γκρίζα, μακριά χέρια στολισμένα με όμορφα καλλιτεχνικά δάχτυλα, λυγερό κορμί και πανύψηλα καλοσχηματισμένα πόδια. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο κοντό ροζ φορεματάκι απ’ αυτά που φοράνε οι νοικοκυρές όταν κάνουν δουλειές και κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι μόνες. Ήταν τότε 50 χρονών κι αυτός 25. Κάθισε στον καναπέ, έγειρε μπροστά και συνέχισε το κλάμα που κουβαλούσε απ’ τα μέσα δωμάτια. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα έκανε πίσω, ακούμπησε αποκαμωμένη την πλάτη της και συνέχισε. Η κίνηση που έκανε άφησε τα χυτά πόδια ακόμα πιο απελευθερωμένα από το ροζ φορεματάκι της, πιο πάνω από τη μέση του μηρού.

Αυτός είχε στραμμένο το κεφάλι του προς το παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας και με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσα κάθε κίνησή της. Ο χρόνος κώλυσε, οι σκέψεις σβήστηκαν με μιας όπως οι γραμμές της κιμωλίας απ’ το μαυροπίνακα, για να γραφτεί κάτι καινούργιο. Στο δικό του μαυροπίνακα δε γράφτηκε τίποτα. Το μόνο που υπήρχε ήταν η εικόνα της γυναίκας που έκλαιγε χωρίς λόγο και αιτία.

Ήθελε να πάει κοντά της, να καθίσει δίπλα της, να την αγκαλιάσει, να φιλήσει τα νοτισμένα μάγουλά της, να γευτεί την αρμύρα τους απ' το ασταμάτητο δάκρυ, να χαϊδέψει το λαιμό της και τα χείλη της με τα δικά του, να ακούσει με τις ώρες ό,τι θέλει να πει ή να μείνουνε βουβοί με μοναδική συντροφιά τη ζεστασιά των κορμιών τους.

Το σώμα του εξακολουθούσε να μένει ασάλευτο πάνω στην πολυθρόνα του, τα χέρια γαντζωμένα στα μπράτσα της είχαν ασπρίσει απ’ την πίεση, το πρόσωπό του εξακολουθούσε να είναι στραμμένο στο παράθυρο του ακάλυπτου της πολυκατοικίας, κέρινο ομοίωμα, παγωμένο και ταυτόχρονα γεμάτο σκέψεις και εικόνες προσφοράς προς τη γυναίκα.

Και τότε, όπως πάντα, εμφανίστηκαν οι κακές σκέψεις που κατέκλισαν το μυαλό του και το γέμισαν αμφιβολίες, φόβο, ένταση,  σκοτάδι. Μονολόγησε βουβά: «Κι αν δε θέλει να πάω κοντά της; Αν με διώξει; Αν θέλει να μείνει μόνη; Αν με παρεξηγήσει; Αν θεωρήσει ότι βρήκα ευκαιρία να γίνω διαχυτικός; Έτσι κι αλλιώς δε με εκτιμά ιδιαίτερα. Σίγουρα άλλον έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή. Για άλλον κλαίει, άλλον επιθυμεί, άλλον ποθεί να αγκαλιάσει. Είναι χωρισμένη, μόνη, όμορφη και ελεύθερη. Από στιγμή σε στιγμή θα επιστρέψει η κόρη της από τη σχολή. Για αυτήν είμαι εδώ. Για φαντάσου να ανοίξει την πόρτα και να τη βρει στην αγκαλιά μου αναψοκοκκινισμένη…»

Ήταν γαντζωμένος στην πολυθρόνα λες και βρισκόταν σε αεροπλάνο που έπεφτε και ζούσε τις τελευταίες στιγμές του. Τα μάτια του έφυγαν από πάνω της και κοίταξαν το πουθενά, άδεια από την πραγματικότητα και γεμάτα μελλοντικές εικόνες που θα συνέβαιναν αν τολμούσε να πάει κοντά της, αν τολμούσε να μοιραστεί μαζί της την ανάγκη του για τρυφερότητα.

Ξαφνικά σηκώθηκε, πάντα κλαίγοντας, και επέστρεψε στα μέσα δωμάτια από όπου είχε έρθει. Δεν είπε τίποτα, απλά έφυγε, σα να μην ήταν ο άλλος εκεί, σα να ήταν μόνη μέσα στο σπίτι. Αυτός έμεινε σύξυλος στην πολυθρόνα του ως ατζαμής κολυμβητής στο σκοτάδι της ψυχής του και χαλαρός πια, αφού το αεροπλάνο είχε ολοκληρώσει την πτώση του.

Αυτή η γυναίκα έβγαλε τα συμπεράσματά της και μάλιστα με τρανταχτή απόδειξη. Για αυτήν ήταν απάνθρωπα αδιάφορος, κενός συναισθηματικά, παρτάκιας, βολεψάκιας και υπέρμετρα εγωιστής. Ποτέ δε θα μπορούσε να σκεφτεί και πολύ περισσότερο να συνειδητοποιήσει το πόσο τη θαύμαζε, το πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της και ότι όλη αυτή η δήθεν αποξένωση και αδιαφορία γεννήθηκαν από μια καταδυναστευτικά άρρωστη συστολή.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ … ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Η κυρία με τα φλις

Μπράβο παιδιά και εις ανώτερα!

Επιστολή προς τον κ. δήμαρχο

ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ;

Γράμμα στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κωστή Χατζηδάκη

Η Κατερίνα Δαφερέρα, υποψήφια με τον Κώστα Μπιζά