Όπως και να ’χει, αυτή η μέρα είναι του Καββαδία.
Του ποιητή που έσχισε τις θολές γραμμές των οριζόντων, μας γνώρισε το άστρο του Αλδεβαράν και την άγνωστη γλώσσα των πελάγων.
Έζησε μόνο 65 χειμώνες, μα μπόρεσε να χωρέσει σ’ αυτούς μια ποίηση που πάντα έσταζε αγιάζι κι άλλοτε ‘φαρμάκι κόμπρας είχε στα χείλη’.
Χώρεσε στον ασύρματό του, όλα τα σήματα κινδύνου από αγάπες πολύπαθες, νύχτες του πληρωμένου λιμανίσιου έρωτα και μια θητεία στο ΕΑΜ.
Ακόμη και τα γράμματα του ήταν ποίηση.
«Η κάμαρά μου βουίζει. Ιουδήθ, είσαι δίπλα μου… Χθες τη νύχτα σε αγάπησα για μιαν ώρα. Τώρα φύγε. Πάρε μαζί και τα μυρωδικά της φυλής σου».
Στα 19 του χρόνια έγραψε το ποίημα ‘Αγαπάω’ Ίσως το πιο ‘στεργιανό’ του, καθώς αργότερα μετάλαβε νερό θαλασσινό.
Αν κάποιος θα μπορούσε ποτέ να βαφτιστεί ‘γαλαζοαίματος’, με όλη τη σημασία της λέξης, ήταν ο ποιητής ‘των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων’.
Αγαπάω ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους,
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε…
Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου