Ραντεβού με το γιατρό

Αυτά παθαίνεις περιμένοντας το γιατρό στο σαλονάκι...

Όπως σας έχω ξαναματαπεί μ’ αρέγει να κάθουμε κάτου απ’ το κλήμα (όχι ορέ δεν έχου κλιματιστικό, την κληματαριά εννοάω) και ν’ αγναντέω το πέλαο, τα βαπόρια και τσι βάρκες. Έτσι και προψές εχάζευα τη Νάξο και τη Νιό κ’ είχε απορροφηθεί το μυαλό απ’ την απογεματινή δροσά. Αξάφνου σκάει η γριά (που να σκάσει σα βεγγαλικό του Κοβέ) κι αφού με τάραξε, με τρόμαξε και κόντεψε να με στείλει σ’ άλλη γη και σ’ άλλα μέρη, μου λέει βήχοντας: 

- Παλιόγερε έχω βήχα μια βδομάδα τώρα κι ‘συ ούτε που σαλεύεις. Επήρα το γιατρό και μου πε να πάω γλήγορα να με ειδεί. Μο ‘κλεισει ραντεβού για αύριο στις ιννιά.

Απ’ τις 6 η ώρα με τραβούσε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, για να ετοιμαστώ. Μέχρι να νιφτώ, να βάλω τη μασέλα μ, και τα ρούχα μ αυτή η ρουφιάνα με είχε έτοιμο τον καφέ μ στο φλιτζάν, και καϊμακλίδικος καφές όχι αστεία, είχε μαγειρέψει αμπελοφάσουλα και βλίτα, είχε ψήσει και καθαρίσει μια ρέγκα, με είχε δώκει τα φάρμακά μ, είχε μπανιαριστεί πλήρως, είχε ντυθεί κοκέτα κι έψαχνε το καπελάκι μου βρίζοντας την τύχη τσι. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτή η γυναίκα έβριζε έτσι… Αφού τσι κάλυβα και τσι καλύβω όλες τσι ανάγκες τσι! Τι παράπονο μπορεί να έχει;;;

Στις οκτώ και μισή ήρθε η κούρσα με το Βαγγέλα. Πρόκαμα να πιω μια μονάχα τζούρα από το λαχταριστό καφεδάκι μ. Τι το ‘θελα ο δύσμοιρος; Μού ‘κατσε το παχιό το καϊμάκι στο λαιμό κι άρχισα να βήχω σαν το γάδαρο τον ξεσαμάρωτο. Μού ‘φυγε η μασέλα απ’ τον στόμα μου, τα γυαλιά απ’ τα μάτια μ και η μαγγούρα απ’ το χέρι μ. Ευτυχώς δε υφόραγα το καπελάκι μου, γιατί πάλι θα το ‘ψαχνε η γριά. Τι να κάνω; Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Έχασα την ψυχραιμία μου.

- Μαρή κωλόγρια, θες να με πεθάνεις με το τσιμέντο που μού ‘φτιασες…; Φέρε νερό μαρή άχρηστη που όλη μέρα κάθεσαι και με τηγανίζεις…

Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, με τα πολλά εμπήκαμε στην κούρσα και ο υπομονετικός Βαγγέλας εννέα παρά πέντε μας είχε στο γιατρό. Εννιά ήταν το ραντεβού. Εβάλαμε τις μάσκες μας και εκαθήσαμε μαζί με άλλους 4 που περίμεναν τον ίδιο γιατρό.

Κατά τις 9:10 να σου ο γιατρός κινάμενος σινάμενος να περνά το πορτόνι του ιατρείου. Λέω εντάξει 9 έχω ραντεβού, 9:10 ήρθε ο γιατρός, δε βαριέσαι που καθυστέρησε λιγάκι, γιατρός είναι στο κάτω κάτω, πρώτο θα με ειδεί. Πέρασαν 5 λεπτά, μετά άλλα 5 κι άλλα 5, τίποτα. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Η ώρα είχε πάει ήδη 9:25 κι εγώ είχα ραντεβού στις 9. Η γριά δίπλα μ ξεροκατάπινε το σάλιο τσι και βαστούσε με δυσκολία το βηχουλάκο τσι. Αφού πήγε ενιάμιση η ώρα κι άρχισα να βράζω καθώς εκατουριόμανε ελέω προστάτεως, ρωτώ τον πρώτο από τους παρευρισκασμένους.

- Συγνώμη, αγαπητέ συμπολίτα, τι ώρα έχετε ραντεβού;

- Α εγώ 8:15 αλλά ο κύριος από δω είχε στις 8.

- Κι εγώ στις 8:30, πετάγεται ο τρίτος.

Ο τέταρτος της παρέας δεν είπε τίποτις. Ωστόσο είχαν μπει άλλοι δυο στο γιατρείο.

Κοντολογίς μπήκαν στο γιατρό οι 4 κι ακόμα ένας από τους νεοεισφερθέντες αρρώστους για να ‘ρθει η σειρά μας στις 10:30.

(Για κάτσε ρε γιατρέ, λοιπόν, εδώ που τα λέμε και αναμετάξυ μας: Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Γιατί με βάζεις να κλείσω το ρημάδι το ραντεβού, αφού θα με δεις όποτε σου ‘ρθει; Εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Ποιος σου είπε ότι μου περισσεύει ο χρόνος για να τον περνάω στο σαλόνι του ιατρείου σου; Για να θέλω να έρθω να σε δω, σημαίνει ότι έχω ανάγκη. Ίσως είναι και η μόνη πραγματική ανάγκη που μπορεί να έχει ο άνθρωπος στην οποία δε χωρά αναβολή. Μήπως αυτή την ανάγκη εκμεταλλεύεσαι και με ΄χεις να περιμένω με τις ώρες; Ή νομίζεις ότι στέκεις πιο πάνω από μένα κι έχεις το δικαίωμα να με υποχρεώνεις κάθε φορά που σε επισκέπτομαι να ανεβάζω πίεση 25; Και ξέρεις και κάτι άλλο, δεν μπορώ ούτε να διαμαρτυρηθώ, να ξεθυμάνω από το ξεδιάντροπο το στήσιμο που μου κάνεις κι αυτό είναι το χειρότερο. Γιατί ξέρεις καλά ότι κατέχεις την εξουσία της ζωής και με παίζεις όπως θες. Ξέρεις ότι έχω την ανάγκη σου και λες «άστονε να περιμένει, πουθενά δε θα πάει». Και καταλαβαίνω ότι μπορεί να τύχει και η αναποδιά. Ανθρώποι είμαστε και δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Αλλά δεν μπορεί να συμβαίνει πάντα το ίδιο σε όλες τις ειδικότητες και στο δημόσιο και στον ιδιώτη.

Μάθε, λοιπόν, γιατρέ ότι η αίγλη που απολαμβάνεις από τούτη την κοινωνία δεν μετριέται με τις ώρες που με στήνεις κι ο σεβασμός που σου ‘χω είναι, γιατί στέκεις ένα σκαλοπάτι κάτω απ’ τον Θεό. Κι αυτή τη θέση που κατέχεις οφείλεις να τη διαχειρίζεσαι με την ταπεινότητα που δίδαξαν όλοι οι σοφοί του κόσμου ό,τι όνομα κι αν τους δίνει ο καθένας από μας).

Καταβαίνετε βέβαια ότι η γριά, ως κακό σκλί, δεν είχε τίποτσι. Τσιγαρόβηχας ήντο και τώρα όποτε σιμώνω κοντά τσι να ζητήσω κάτι, ως αρσενικό που είμαι, τόσο πιο πολύς και δυνατός γίνεται ο βήξ μετά συνοδείας, εκ της πιέσεως, πτυέλων και ενίοτε, εκ την πολύς πιέσεως, μυρωδάτων αερίων…

Το κείμενο έγραψαν σε συνεργασία οι Αριστοφάνειος Επάκτιος και Soten Soteks.     

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Από τη Μεγάλη Παραίτηση στη γενικευμένη δυσφορία

Αρχεία δεδομένων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΠΑΡΑΛΙΕΣ

Η συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου για τις δημοτικές εκλογές του 2019

Για να μην πούμε το νερό - νεράκι

ΜΙΧΑΪΛΟΒΙΤΣ: ”ΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΤΥΠΩΝ”

Σύσταση Επιτροπής Περιβάλλοντος Δήμου Πάρου