Ο φραπές του 80
Του Γιώργου Κυριαζή
Ηλεκτρικός, γλυκός, πηχτός κάλυπτε τη μαυρίλα της ζωής με το γάλα και την πικρίλα της με τη ζάχαρη της νεανικής αθωότητας.
Παγάκια και μωσαϊκό.
Δεν πινόταν σκέτος όπως δεν περνάει η «ζωή πικρή και άχαρη». Οι λέξεις είχαν θάρρος και αισιοδοξία, χωρίς ανάγκη, κύλαγαν στην κατηφόρα του άγνωστου χωρίς φόβο με χαρά πηγαία, γκρεμίζονταν τα τείχη της μοναξιάς με τον έρωτα και τη φιλία. Η μέρα επανάσταση και νίκη, ο Ίκαρος πετούσε ανυποψίαστος και κάθε έρωτας ήταν μια μικρή αιωνιότητα.
Τη φωτιά πυροδοτούσαν οι σπουδές, η ελευθεριότητα, η μουσική, οι ιδέες, ο αθλητισμός και τα υπέροχα λάθη.
Η δουλειά ήταν επιλογή ανεξαρτησίας και το χρήμα επιπόλαιο. Ο χρόνος κοιμόταν και ξύπναγε με έναν φραπέ στο χέρι.
Το ποτάμι έφτανε στη θάλασσα πιο καθαρό, όλο και περισσότεροι άνθρωποι καθάριζαν από τα παπούτσια τους τις λάσπες. Το σκοτάδι ήταν φωτεινότερο, το μέλλον ερχόταν καταπάνω μας καλύτερο ή έτσι νομίζαμε. Το ζευγαρωμένο χειροκίνητο πλαστικό σέικερ του φραπέ γινόταν ισάξιο στην ιεραρχία με το μπρίκι του ελληνικού. Κάποιοι συνέχιζαν να χτυπάνε τον φραπέ, βρίζοντας και γελώντας, με την παλάμη πάνω στο ποτήρι και τον έπιναν χωρίς καλαμάκι μιλώντας με τις ώρες για πολιτικά, αθλητικά και γκόμενες. Ο φραπές δεν ήταν αφορμή για ψόφια έξοδο όπως τώρα, που ο φρέντο είναι αξεσουάρ σε κάθε χέρι. Δεν ήταν γεύση μόνο και ακόμα δεν τον έπιναν όλοι. Έφερε τη δυναμική του νέου πολιτισμού και μαζί με το αλκοόλ και τα τσιγάρα συμβολίζει τη ρετρό αυτοκαταστροφική μανία του νεοέλληνα. Αντίθετα με τον ελληνικό που μπορεί να ήταν και της παρηγοριάς ο φραπές είχε ιδεολογία.
Ο φοιτητής κατά τις δέκα ορεξάτος κατέβαινε στην κουζίνα και με μια προσμονή, όπως ο καθένας που φτιάχνει καφέ για τον εαυτό του, χτύπαγε τον φραπέ του με το χτυπητήρι και τον έπινε άρρυθμα. Μέτριο χωρίς γάλα.
Περίμενα αυτήν την ώρα, τον έβλεπα και γέλαγα.
-Τι γελάς ρε πατέρα; Μου έλεγε.
-Γράψε κάνα κειμενάκι για τον φραπέ από αυτά που γράφεις να γελάσουμε.
-Θα γράψω όταν έχω όρεξη, του είπα κάνα δυο φορές που με προέτρεψε!
Ο χρόνος κοιμόταν τότε και δε ξύπναγε ούτε με φραπέ.