Ο Οδυσσέας
Του Γιώργου Κυριαζή
Τα άρματά του ήταν βαριά
και όταν πάτησε ξηρά
και τα μάτια του απλώθηκαν
τα απόθεσε στην άκρη της επιστροφής, στο μόνο δρόμο,
που την τιμή η ζωή θα κρίνει.
Με μυαλό αφυδατωμένο
από τις κακουχίες και τους θανάτους, που τάισαν τις νίκες, αντίκρισε από μακριά το σπίτι του.
Πλησίασε με ρίγος την εξώπορτα συγκινημένος.
Στην αγριάδα, δίπλα στη συκιά, ήταν ο σκύλος του ξαπλωμένος.
Είχε τρίχες μακριές, ξανθές
όπως τα ώριμα στάχυα κριθαριού
Την ουρά, το σαλεμένο βλέμμα του, νόμισε πώς είδε να κουνιέται.
Ο σκύλος σβέλτος με ένα σάλτο πέρασε την ξερολιθιά και έτρεξε προς το μέρος του.
Άνοιξε τα χέρια να τον αγκαλιάσει βουρκωμένος.
Όρμησε κατά πάνω του γαβγίζοντας όχι από χαρά αλλά απειλητικά
έτοιμος να τον απωθήσει και να τον δαγκώσει.
Οπισθοχώρησε από φόβο ταραγμένο,
δεν είναι το σκυλί του το πονεμένο,
ούτε το σπίτι του,
μήτε και το νησί του
έτσι πούνε παραμορφωμένο.
Και ο ίδιος
δεν είναι ο Οδυσσέας που φαντάστηκε μα ένας καημένος
Γάλλος συνταξιούχος,
φιλέλλην ονειροπαρμένος.
