Ρουτίνα
Έχει συννεφιά γκρίζα σχεδόν λευκή, σπυρωτή σα ρύζι μπασμάτι καλοβρασμένο, οι σκιές από τους κόκκους βρασμένες κι αυτές μαζί με το ρύζι και θες να τις φάς από περιέργεια μόνο γιατί δεν υπάρχει ανάμνηση της γεύσης της σκιάς. Όσο τρώγεται η σκιά άλλο τόσο τρώγεται η συννεφιά με τη φθινοπωρινή αχλή που καλύπτει όλο το θόλο. Η θάλασσα σκέτο νερό.
Αρχίζω την τελετουργία του ντυσίματος, σαπουνάδα με ουδέτερο ph στη στολή για να φορεθεί, πράγμα απαραίτητο στις ξυρισμένες εσωτερικά στολές, ζώνη και γιλέκο φορτωμένα με κιλά, γάντια, ρολόι, ψαροντούφεκα, ακονισμένο μαχαίρι, σημαδούρα με το ξύλινο, νερό και τον εξωλκαία. Αφήνω τα πέδιλα ενωμένα, με τον ίδιο τρόπο πάντα, κοντά στο νερό έτσι που καθισμένος αφού βάλω τα καλτσάκια, με τα πόδια στο νερό, να τα φτάνω χωρίς να σηκωθώ. Καλό στεγνό σάλιωμα της μάσκας εσωτερικά για να μη θολώνει. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται σχολαστικά κάθε φορά με την ίδια καθησυχαστική ρουτίνα.
Σταματάω κοιτάζω γύρω μου και πιάνω στην ατμόσφαιρα την αιφνίδια ασυνέχεια του χρόνου. Η φύση κρατάει την ανάσα της και αφήνει σε μένα να δώσω νόημα ή αν δε μπορώ να αρκεστώ στην αισθητική της εικόνας. Υπάρχουν στα ρηχά μερικά καλοκαιρινά ρεμέντζα από πλαστικά δοχεία πολυκαιρισμένα, στη αμμουδιά ανακατεμένα φύκια και φύλλα από έναν ευκάλυπτο που μοιράζεται την παραλία με το κύμα. Οι ρίζες των ελιών βρέχονται στη θάλασσα και εκεί που δεν υπάρχει ψυχή ακούγονται μακρινές ομιλίες από αγρότες που μαζεύουν ελιές και μετά ξανά ερημιά. Κοιτάζω τις ξασπρισμένες από τον ήλιο σημαδούρες από απορρυπαντικά και λάδια και σκέφτομαι το πλάνο, είμαι ντυμένος έτοιμος, παίρνω τη μάσκα στα χέρια, ο αναπνευστήρας;
Που είναι ο αναπνευστήρας;
Έσπασε η ασφάλεια της ρουτίνας, έμεινε σπίτι σκέφτομαι αναστατωμένος, γιατί ψάρεμα χωρίς αναπνευστήρα δε γίνεται, θα πρέπει να ακυρώσω τη βουτιά και να γυρίσω πίσω.
Ευτυχώς ήταν στο σάκο, βουτάω αθόρυβα και κολυμπάω ευτυχής προς τα βαθύτερα, που είναι μακριά, επειδή τα νερά είναι πολύ ρηχά εδώ.