Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι

Κάποιες σκέψεις για την απενοχοποίηση της μαλακίας στην Ελλάδα…

Από τον ποιητή και συγγραφέα Ζαχαρία Στουφή*

Μακάριος θα πει ευτυχισμένος και συνεκδοχικά ικανοποιημένος, ήρεμος και γαλήνιος. Ειρωνικά είναι ο πνευματικά νωθρός, ο ασυγκίνητος. Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ικανοποιημένος και ευτυχισμένος μέσα στη γαλήνη και την ηρεμία, αυτός που είναι πνευματικά νωθρός. Δηλαδή ο βλάκας και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ο μαλάκας. Στο Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας του Εμμ. Κριαρά η επόμενη λέξη από την λέξη μακάριος είναι η λέξη μακαριότητα που θα πει, έλλειψη πνευματικής ανησυχίας και ηθικού προβληματισμού, ασυγκινησία. Νομίζω πως δεν υπάρχει ακριβέστερος ορισμός για να ορίσουμε την βλακεία- μαλακία.

Η έννοια της μακαριότητας δεν προήλθε από τους μαλάκες αλλά από τους Αγίους που μετά από πολλές πνευματικές ασκήσεις, κατέκτησαν την ασυγκινησία. Από εκεί προέρχεται και η προσφώνηση των αρχιεπισκόπων, μακαριότατος. Η είσοδος του μαλάκα στην μακαριότητα, αξίζει πραγματικά να ερευνηθεί, αφού έγινε από την ίδια την εκκλησία και επισημοποιήθηκε με την φράση «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».

Ως γνωστόν τον μαλάκα κανένας δεν τον θέλει και όλοι τον αποφεύγουν, δεν είναι τυχαία η σύγχρονη λαϊκή ρήση που λέει: «την μαλακία πολύ αγάπησαν, το μαλάκα κανείς» (υπονοώντας και τον αυνανισμό). Όμως ο μαλάκας δεν είναι ένα σπάνιο κοινωνικό φαινόμενο· σύμφωνα με το δοκίμιο του Διονύση Χαριτόπουλου «Περί βλακείας» η κοινωνία μας απαρτίζεται κατά 30% από βλάκες που είναι μοιρασμένοι δίκαια και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Όταν λοιπόν σε λένε εκκλησία και έχεις το ένα τρίτο του ποιμνίου σου μαλάκες δεν μπορείς να τους εξορίσεις στην απομόνωση της μαλακίας γιατί τότε δύο πράγματα θα συμβούν. Κατά πρώτον δεν θα τους έχεις νικήσει γιατί η μαλακία είναι αήττητη και κατά δεύτερον, θα χάσεις τον έλεγχο της προθυμίας τους, την οποία και μπορείς να εκμεταλλευτείς παντοιοτρόπως. Όμως ο μαλάκας θέλει και την αναγνώριση, γουστάρει τους ρόλους και τους τίτλους, γι’ αυτό και η εκκλησία, φρόντισε να τον εντάξει στη μακαριότητα, μιας και έτσι μοιάζει εκ πρώτης όψεως με το αδιάκοπό του χαμόγελο που περιμένει να εκτελέσει, εντολές «άνωθεν».

Κατά την μεσαιωνική περίοδο, υπήρχε θεοκρατία και η ερμηνεία του κόσμου ήταν μόνο θεολογική (στην χώρα μας που δεν πέρασε ούτε ο διαφωτισμός, η θεοκρατία μια χαρά κρατεί μέχρι σήμερα). Επί θεοκρατίας, λοιπόν, οι μαλάκες προστατεύτηκαν στην μακαριότητα, ενώ για κάποιες άλλες μειονότητες, όπως π.χ. οι αυτόχειρες, υπήρξε (και υπάρχει) πολύ αυστηρή μεταχείριση. Η πράξη τους ερμηνεύεται ως κορυφαία και ασυγχώρητη αμαρτία, μιας και δεν έχουν την δυνατότητα να μετανοήσουν. Όμως υπάρχουν δύο βασικά σημεία στα οποία πρέπει να σταθούμε προκειμένου να κατανοήσουμε τη στάση της εκκλησίας. Οι αυτόχειρες είναι πολύ λιγότεροι από τους μαλάκες και μετά την πράξη τους, δεν μπορείς να τους κάνεις κάτι. Από την άλλη, έχει παρατηρηθεί πως ποτέ, κανένας μαλάκας δεν αυτοκτόνησε, οπότε η εκκλησία δεν χάνει μαλάκες, ενώ φροντίζει να είναι παραδειγματικές οι φοβέρες για τους υπόλοιπους. Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο που είναι άξιο παρατήρησης. Μη μπορώντας ο μαλάκας να ακολουθήσει φυσιολογικές διαδρομές σκέψης και αντιμετώπισης των φαινομένων και των δυσκολιών της ζωής, καταφεύγει στη μεταφυσική που δεν είναι μόνο η εκκλησία αλλά και κάθε λογής μάγισσες, μέντιουμ, αστρολόγοι, καφετζούδες, κ.α. Τόσο πολύ κοντά και αγκαλιασμένοι είναι οι μαλάκες με την κάθε λογής μεταφυσική, που μεταφυσική και μαλακία είναι πλέον συνώνυμα.

Κατά τον 20ο αιώνα, με την εμφάνιση του κουμμουνισμού στην Ελλάδα, ατόνησε η θρησκευτική συνείδηση, έτσι οι μαλάκες που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, κινδύνευσαν να μείνουν απροστάτευτοι και να χρεωθούν την πραγματική τους ιδιότητα χωρίς καμία πλέον μάσκα (τις προηγούμενες δεκαετίες, οι έφηβοι εξαπολύθηκαν στο κυνηγητό του μαλάκα, αποκαλώντας έτσι τους πάντες. Σε αυτήν την σπουδαία επαναστατική πράξη, άθελά τους συμμετείχαν ακόμα και οι μαλάκες).

Στον 20ο αιώνα, μπορεί ο κόσμος να μην ερμηνεύεται αμιγώς θεολογικά, ερμηνεύεται όμως πολιτικά και το αρχαίο ρητό «όλα είναι πολιτική» επανέρχεται στο προσκήνιο. Η ελεύθερη πολιτική σκέψη, συνδέεται με το πολίτευμα της δημοκρατίας που τα βασικά της συστατικά είναι τα κόμματα και οι εκλογές. Τα κόμματα λοιπόν, ανέλαβαν τη διασφάλιση της «δημοκρατίας» και την παραγωγή της όποιας πολιτικής σκέψης. Εδώ ξαναμπαίνει το ερώτημα, όταν σε λένε εκλογικό σύστημα και το 30% των ψηφοφόρων σου, το οποίο είναι μοιρασμένο δίκαια σε όλα τα κόμματα είναι μαλάκες, τότε τι κάνεις; Φυσικά, ποτέ, κανένα κόμμα δεν διέγραψε τους βλάκες του, αντίθετα, τους ανταμείβει χρησιμοποιώντας τους ακόμα και ως βουλευτές. Η κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στην οποία επιμένουν να παίζουν το πολιτικό παιχνίδι, έχει οικονομικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει η τάξη του μαλάκα γιατί πολύ απλά, κανένα κόμμα δεν συμφέρει. Τα κόμματα απενοχοποιούν τους μαλάκες, ονομάζοντάς τους κατά περίπτωση, ακτιβιστές, επαναστάτες, ενεργούς πολίτες, στελέχη, πατριώτες, υπεύθυνους ψηφοφόρους κ.α. Στον ορισμό του χρήσιμου ηλίθιου, ανταποκρίνονται οι περισσότεροι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου. Αυτοί οι μαλάκες, ούτε λίγο ούτε πολύ, νομίζουν πως είναι οι σωτήρες του κόσμου, δηλαδή οι σωτήρες μας.

Αυτήν τη μετονομασία του μαλάκα σε «σωτήρα» την πληρώσαμε με την καταστροφή της ίδιας μας της χώρας γιατί οι μαλάκες δεν έχουν πολιτική σκέψη, απλά, εκτελούν εντολές, ικανοποιώντας μικροσυμφέροντα και απωθημένα ταμπού και κόμπλεξ. Οι καλύτεροι ψηφοφόροι των κομμάτων είναι οι οπαδοί και καλύτερος οπαδός από τον μαλάκα δεν πρόκειται να υπάρξει. Μέσω της πολιτικής που διεξήχθη σε καιρό «δημοκρατίας», οι μαλάκες έφτασαν να πάρουν ακόμα και την εξουσία. Όλη κι όλη η προσφορά της μαλακίας στην εξουσία συνοψίζεται στη φράση «όλα είναι χρήμα». Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο κόσμος άρχισε να αυτοερμηνεύεται μέσω της οικονομίας, ενώ δεν έλεγε να πάρει χαμπάρι το πόσο μαλακισμένα άτομα τον κυβερνούν. Έτσι, το θηρίο του καταναλωτισμού βρήκε νέους τρόπους να προστατέψει τους μαλάκες και να απενοχοποιήσει την μαλακισμένη στάση ζωής τους.

Ο αποχρωματισμένος από τις θρησκείες και την πολιτική, όρος, «θετική ενέργεια» και «θετική σκέψη» είναι πλέον μια ακόμη στέγη του μαλάκα. Στις μέρες μας, μόνο ένας μαλάκας μπορεί να έχει θετική ενέργεια και να κάνει θετικές σκέψεις. Όμως το καταναλωτικό τέρας δεν αρκέστηκε στο να βρει έναν όρο για να προστατέψει τον μαλάκα, φρόντισε και να εκδικηθεί τους διώκτες του, εντάσσοντάς τους σε έναν όρο «αντίθετο». Οι ενοχοποιητικοί όροι «αρνητική ενέργεια» και «αρνητική σκέψη», φυσικά, δεν απευθύνονται σε μαλάκες αλλά σε ανθρώπους με αυξημένο το ηθικό κριτήριο που έχουν το θάρρος της γνώμης τους, η οποία δεν συνάδει με την τηλεόραση αλλά είναι προϊόν γνώσης και επεξεργασμένης σκέψης. Αρνητικός είναι ακόμα και όποιος τολμάει να αντιτίθεται σε ηλίθια life style πανηγυράκια, από όπου κι αν προέρχονται. Τελευταία, πιστεύει τόσο πολύ ο μαλάκας πως έχει πάρει το πάνω χέρι, που δεν είναι καθόλου τυχαίες οι φράσεις όπως, κουλτουριάρης, ψαγμένος, τρελάρας, με τις οποίες οι μαλάκες χαρακτηρίζουν τους πνευματικούς ανθρώπους.

Οι μαλάκες δεν δύνανται να έχουν πνευματική ζωή και προσωπικότητα, γι’ αυτό καταφεύγουν στα «κοινά ενδιαφέροντα» που φυσικά δεν είναι άλλα από το ποδόσφαιρο, τα βιντεοπαιχνίδια και η αδιάκοπη παρακολούθηση της τηλεόρασης. Αυτό ακριβώς είναι και η ενεργειακο-θετική σκέψη, η με κάθε τρόπο συμμετοχή στην καταστροφή του πνεύματος και των ελευθεριών, μέσω της αδιάκοπης χρήσης καταναλωτικών προτύπων και προϊόντων. Η πεποίθηση του «είμαι καλά» μου επιβάλει το ακριβώς αντίθετο και το αρνητικό «δεν είμαι καλά» μου επιτρέπει την συμμετοχή σε κάθε λογής ηλιθιότητα. Προκειμένου πάντα να είμαι καλά, επιτρέπεται να εργάζομαι σε άθλιες συνθήκες, να έχω ψυχαναλυτή ή και εξομολόγο, να πίνω μπάφους και να ερμηνεύω την ζωή μου και την καθημερινότητά μου μέσα από τη μεταφυσική και τις προλήψεις.

Σίγουρα, όλοι έχετε ένα γνωστό άτομο που παίρνει κάθε τρείς και λίγο τηλέφωνο μια θεία του που ζει στου διαόλου τη μάνα για να τον/την ξεματιάσει. Ματιάζεται το όμορφο και την πεποίθηση της ομορφιάς την έχουν, κυρίως, οι «θετικοί» άνθρωποι, άσχετα αν στην πραγματικότητα υποφέρουν από ημικρανίες. Στην περίπτωση που έχεις συνείδηση της πραγματικότητάς σου, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πεις δεν είμαι καλά, δεν ζω καλά, και τότε θα ξεκινήσεις μια αλλαγή με αποτέλεσμα να σε πουν αρνητικό ή ότι κάνεις αρνητικές σκέψεις. Ο καταναλωτισμός του 20ου αιώνα δεν απενοχοποίησε μόνο την μαλακία αλλά κατάφερε να οδηγήσει μια ολόκληρη κοινωνία στην μαλακοποίησή της.

Σήμερα, η θετική ενέργεια, η πολιτική και η θρησκεία συνυπάρχουν άψογα και δίνουν καταφύγιο στον κάθε μαλάκα που σε συνδυασμό με μερικά επαγγέλματα που διατηρούν την αίγλη τους λόγω των μεγάλων οικονομικών απολαβών τους, όπως αυτό του γιατρού, του δικηγόρου, του καθηγητή πανεπιστημίου και του επιχειρηματία, είναι πολύ δύσκολο για ένα μαλάκα να μείνει εντελώς απροστάτευτος. Ακόμα και σε εποχές που έχουμε πόλεμο (συχνό φαινόμενο για την Ελλάδα), η μητέρα πατρίδα χρειάζεται ακόμα και τον πιο τελευταίο μαλάκα προκειμένου να δώσει τη ζωή του στα εθνικά ιδανικά. Αν ο πόλεμος είναι εθνικός, τότε ο βλάκας γίνεται ήρωας, αν είναι εμφύλιος, τότε γίνεται επαναστάτης ή προστάτης του πολιτεύματος, ανάλογα με ποια πλευρά έχει στρατευθεί. Πάντως, σε κάθε περίπτωση οι βλάκες στρατεύονται.

Ζούμε σε μία χώρα όπου οι μαλάκες έχουν σε όλους τους τομείς την εξουσία γιατί πολύ απλά, συνεργάζονται άψογα με το χρήμα και κάθε μορφή πλάνης και ψέματος που το υπηρετεί. Ζούμε σε μία μαλακία και μάλιστα απενοχοποιημένη, οπότε, αυτοί που δεν είναι μαλάκες δεν έχουν το παραμικρό μέλλον.

Τέλος έχω την ανάγκη να θέσω ένα ερώτημα: οι μαλάκες γεννιούνται ή γίνονται; Αν γίνονται, σημαίνει ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους επιλέγουν συνειδητά τη μαλακία σαν τρόπο ζωής και πορεύονται με αυτήν μέχρι να πεθάνουν. Γι’ αυτό, έχουμε κάθε δικαίωμα να λέμε ακόμα και τα πιο προσβλητικά πράγματα γι’ αυτούς. Αν όμως γεννιούνται, τότε είναι έρμαια της φύσης τους και το κείμενό μου είναι τουλάχιστον φασιστικό, ενώ εγώ είμαι απάνθρωπος. Αν όμως συμβαίνουν και τα δύο, είτε ταυτόχρονα, είτε κατά περίπτωση, τότε τι είμαι εγώ και το κείμενό μου;

Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.

Πηγή: Νόστιμον ήμαρ

* Ζαχαρίας Στουφής γεννήθηκε το 1974 στη Ζάκυνθο. Σαν προέκταση του συγγραφικού του έργου, αναζητεί τον θάνατο στη λαογραφία, τη φιλολογία, την ιστορία και την σύγχρονη κοινωνία του νησιού του. Έχει στήσει θεατρικές παραστάσεις και performance που βασίστηκαν στο έργο του, ενώ κείμενά του, έχουν δραματοποιηθεί και από άλλους καλλιτέχνες. Από το 1995 που εμφανίσθηκε στα γράμματα, ζει και εργάζεται στην Αττική και έχουν εκδοθεί έως τώρα, είκοσι βιβλία του.Η τελευταία του ποιητική συλλογή, Όταν ήμουν παιδί έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου, ήταν υποψήφια το 2021, για το κρατικό βραβείο ποίησης.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας μας μιλά για την ιδρυματοποίηση της παιδικής προστασίας

Καύσιμα: Στα επίπεδα προ του πολέμου οι τιμές- Μειωμένη η ζήτηση για βενζίνη

Υπάρχει ανεξάρτητη πολιτική;

Ο ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙ & ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ

Προσεγγίζοντας και αναλύοντας τις πολιτικές δυνάμεις του νησιού μας: ΜΕΡΑ25