Καζαντζάκης, ο (και) φιλόζωος
Μια από τις διαμονές του Νίκου Καζαντζάκη, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα, ήταν και η Αίγινα. Αρχικά σε σπίτι φίλων, αργότερα σε δικό του –κοντά μια δεκαπενταετία, από το 1931 και μετά, αλλά κι εκεί με διακοπές, λόγω των ταξιδιών του,
ώσπου να καταλήξει στη γαλλική Αντίμπ, ώς τον θάνατό του, 26 Οκτωβρίου 1957 –ήγουν πριν από 57 χρόνια, στα 74 του.
Εκεί λοιπόν στην Αίγινα, ήταν περίοδοι που ζούσε μόνος, γράφοντας πάντα –κάποτε με συντροφιά μια γάτα, για την οποία κάνει λόγο σε επιστολές προς τη σύζυγό του Ελένη, που με τη σειρά της περιλαμβάνει στο γνωστό βιβλίο της «Νίκος Καζαντζάκης ο Ασυμβίβαστος», βιογραφία του συγγραφέα. Οπου εκεί αποκαλύπτεται μια, άγνωστη εν πολλοίς, αγάπη του Καζαντζάκη για τα ζώα και, στην προκειμένη περίπτωση, για μια γάτα. Και σκέφτηκα, με την ευκαιρία μιας ακόμη επετείου του, να τις μεταφέρω κι εδώ, μαζί με τη φωτογραφία συγγραφέα και γάτας.
Σμιθίτσα
Υπάρχουν τρεις επιστολές στις οποίες αναφέρεται στη γάτα, που άκουγε στο όνομα Σμιθίτσα («Σμιθεύς, λατρευτικό επώνυμο του Απόλλωνα, ως εξολοθρευτή των ποντικών», εξηγεί η Ελένη Καζαντζάκη). Στην πρώτη με ημερομηνία 17 Φλεβάρη 1943, γράφει:
«… Εγώ εδώ τα βολεύω, οι φίλοι με καλούν τραπέζι, φοβούμενοι μην πάθω ασιτία… Η Σμιθίτσα μεγαλώνει, τρώει, τη γύμνασα σχεδόν τέλεια. Εμαθε το βράδυ, όταν πέσω να κοιμηθώ, ν’ αποσύρεται στα ιδιαίτερά της… Μόλις όμως αρχίζει να ξημερώνει, τρέχει και μου χτυπάει, δηλαδή μου τσαγκρουνάει την πόρτα. Αν είναι πολύ πρωί, της φωνάζω “Ακόμα!”. Στη αρχή δεν ήξερε τι θα πει “Ακόμα” και επέμενε, μα τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει. Φωνάζω “Ακόμα!” πολύ δυνατά κι αποσύρεται. Μετά μισή ώρα ξανάρχεται και ανοίγω. Πρώτα χαιρετάει τα πόδια μου, ύστερα μ’ ένα νεανικότατο πήδημα σαλτέρνει στο κρεβάτι και καθίζει απάνω στο στήθος μου και ρονρονίζει στο αυτί μου. Γράφω, διαβάζω στο κρεβάτι, βρίσκει μια θέση, κυρίως στον ώμο ή στα γόνατα, και περιμένει να τελειώσω τη μυστηριώδη αυτή άσκοπη εργασία –έτσι νομίζει και έτσι είναι– που κάνω. Σηκώνουμαι τότε και τρέχει πίσω μου και η ουρά της γίνεται κυπαρίσσι…»
Πριν από την επόμενη επιστολή, μια παρέμβαση της Ελένης:
«Ο Νίκος δούλευε δίπλα στη σόμπα με τη γατούλα στον ώμο του. Της άρεσε πολύ της Σμιθίτσας να παρακολουθεί τα γρατσουνίσματα της πένας του τροφοδότη της πάνω στο άσπρο χαρτί. Ξάφνου, εκείνο το απόβραδο, η Σμιθίτσα έπεσε ξερή στο πάτωμα. Ανήσυχος ο Νίκος τινάχτηκε απάνω, πήρε τη γάτα στην αγκαλιά του, άνοιξε την πόρτα… Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε κοκαλιασμένος πάνω στα πλακάκια, στο διάδρομο, και με φοβερό πονοκέφαλο. Η Σμιθίτσα έβαλε πολλές μέρες να συνέλθει από τη δηλητηρίαση, που της προκάλεσε το ανθρακικό οξύ της σόμπας».
Αφομοίωση
Ακολουθεί η δεύτερη επιστολή, 25.3.1943:
«[…] αν δεν ερχόταν ξημερώματα η Σμιθίτσα να με ξυπνήσει, δε θα ξυπνούσα. Ερχεται ρονρονίζοντας και παίρνει το τελευταίο της γλυκοΰπνι στο κρεβάτι μου. Πάλι καλά. Αληθινά Σας λέω, κατάντησε να’ χει ανθρώπινη έκφραση και ξύπνησε μέσα μου ό,τι γατίσιο έχω κι άρχισα να μιμούμαι το μιαούρισμά της, θυμωμένο, τρυφερό, αναλόγως. Φαντάζομαι πως, αν ένας άνθρωπος ζήσει χρόνια στην έρημο μ’ ένα ζώο, η αφομοίωση σιγά-σιγά θα εκδηλωθεί, θα ξεπέφτει ο άνθρωπος, θ’ ανεβαίνει το ζώο κι ύστερα από κάμποσα χρόνια η διαφορά τους θα ’ναι ανεπαίσθητη. Τώρα βλέπω με τι ενδιαφέρον, σκαρφαλωμένη στον ώμο μου, η Σμιθίτσα αυτή παρακολουθεί τι γράφω – ακόμα δεν καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται, μα θα καταλάβει… […] Επειτα τι άθλια που μαγειρεύω! Η Σμιθίτσα με κοιτάζει, άμα της βάλω το φαΐ της, κι έπειτα σκύβει, μυρίζεται ξανά το φαΐ, με ξανακοιτάζει με παράπονο κι έκπληξη, σα να μου λέει: “Τι’ ναι αυτό, στο θεό Σου; Φαΐ είναι αυτό; Μήτε για σκυλιά!» Τι να κάμω; Πότε πολύ λάδι, πότε λίγο και δεν κατάφερα ακόμα ανθρώπινες (μήτε γατίσιες) τηγανίτες».
Και η τρίτη, 28.3.1943:
«Η Σμιθίτσα όλο στην αυλή και κυνηγάει πεταλούδες. Τινάζεται ανάερα, σηκώνει τα μπροστινά πόδια και τις αρπάζει – σώζω όσες μπορώ. Μα τα μουστάκια της είναι συχνά πασπαλισμένα από τη χρυσή σκόνη, που ’χουν οι φτερούγες της πεταλούδας…»